- ὑδατόχλωρος,
- ὑδατό-χλωρος, u. ὑδατό-χλοος, wassergrün
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδατόχλωρος — ον, Α αυτός που είναι πράσινος σαν το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + χλωρός] … Dictionary of Greek
ὑδατόχλωρα — ὑδατόχλωρος water green neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek